άταρος

άταρος
-η, -ο [ταρός]
1. (για βρέφος) πρόωρος, ατελής
2. ανήλικος
3. ασθενικός, καχεκτικός
4. αναίσθητος
5. άναυδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”